αρχίατρος

αρχίατρος
ο
1) подполковник медицинской службы;

γενικός αρχίατρος — полковник медицинской службы;

2) главный врач

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρχίατρος" в других словарях:

  • αρχίατρος, ο — αρχίατρος, ο, η υγειονομικός αξιωματικός ισόβαθμος με αντισυνταγματάρχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχιατρός — court masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχίατρος — ο (Α ἀρχίατρος, ιων. ητρος, αρκαδ. ατρός) νεοελλ. βαθμός των ανώτερων αξιωματικών του υγειονομικού σώματος, αντίστοιχος με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη αρχ. γιατρός που κατέχει υψηλή θέση στην επιστήμη …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιατροῦ — ἀρχιατρός court masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιατρούς — ἀρχιατρός court masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιατρέ — ἀρχιατρός court masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιατρῷ — ἀρχιατρός court masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυλαρινός, Ιάκωβος — (Ληξούρι, Κεφαλονιά 1659 – Κωνσταντινούπολη 1718). Έλληνας γιατρός. Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα, δικηγόρησε για μικρό διάστημα στην πατρίδα του και ύστερα σπούδασε ιατρική, πάλι στην Πάντοβα. Αργότερα βρέθηκε στην Κρήτη, αρχίατρος στην αυλή του… …   Dictionary of Greek

  • Leibarzt — Ein Leibarzt (Alt Griechisch: ἀρχιατρός (archiatros) „Chefarzt“, [zusammengesetzt aus ἀρχή (Archae) und ἰατρός (iatros)], Lateinisch: Archiater; Mittelhochdeutsch: Liparzet) ist ein Mediziner, der im Dienste einer hochgestellten Persönlichkeit,… …   Deutsch Wikipedia

  • -archie — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • -drom — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»